φλογέας

φλογέας
φλογέᾱς , φλόγεος
bright as fire
fem acc pl
φλογέᾱς , φλόγεος
bright as fire
fem gen sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • λαμπάδα — η (AM λαμπάς, άδος) μεγάλο κερί, μεγάλη ράβδος από κερί ή άλλο υποκατάστατό του η οποία χρησιμοποιείται συνήθως σε επίσημες ή σε θρησκευτικές τελετές (α. «λαμπάδα τού Επιταφίου» β. «λαμπάδα κηροχίτωνα», Ανθ. Παλ.) νεοελλ. φλόγα, πύρινη γλώσσα… …   Dictionary of Greek

  • Έχετος — Μυθολογικό πρόσωπο. Υπήρξε βασιλιάς της Ηπείρου, γιος του Ευχήνορα και της Φλογέας. Ήταν αδίστακτος και παροιμιώδης για τη σκληρότητά του. Λέγεται ότι έκοψε τη μύτη, τα αφτιά και τα γεννητικά όργανα κάποιου, ο οποίος αποπλάνησε την κόρη του,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”